- ξύνειμι
- ξύνειμι (Α)βλ. σύνειμι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξύνειμι — σύνειμι 1 sum pres ind act 1st sg σύνειμι 2 ibo go pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύνειμ' — ξύνειμι , σύνειμι 1 sum pres ind act 1st sg ξύνειμι , σύνειμι 2 ibo go pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνειμι — (I) και αττ. τ. ξύνειμι Α [εἰμί] 1. είμαι ή βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι 2. έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι με κάποιον («τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν», Εύπ.) 3. συζώ με κάποιον («τοῑς φονεῡσι τοῡ πατρὸς ξύνειμι», Σοφ.) 4. συνουσιάζομαι 5.… … Dictionary of Greek